εικονοστάσιο ή εικονοστάσι — Διάφραγμα από γλυπτό ξύλο ή πέτρα που χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον υπόλοιπο ναό (βλ. λ. τέμπλο)· το σημείο εκείνο του σπιτιού όπου οι πιστοί τοποθετούν εικόνες αγίων … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
иконостас — стена с иконами перед алтарем , цслав. иконостасъ. Заимств. из ср. греч. εἰκονοστάσι(ον) – то же; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 66 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arvanites — Total population est. 50,000 200,000 (see below) Regions with significant populations Attica, Peloponnese, Boeotia, Ep … Wikipedia
Iconostasis — In Eastern Christianity an iconostasis (the plural is iconostases ), also called the templon, is a wall of icons and religious paintings, separating the nave from the sanctuary in a church. Iconostasis also refers to a portable icon stand that… … Wikipedia
Iconostasio — de uno de los templos de Moscú. El iconostasio es una pared que va desde la parte septentrional a la meridional en un templo ortodoxo, y en la cual, en un orden específico, se colocan los iconos. Esta pared separa el santuario de la parte central … Wikipedia Español
εικονοστάσιο — και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον) 1. το μέρος τού σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες 2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ τού κυρίως ναού και τού Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων νεοελλ. μικρό κτίσμα στο… … Dictionary of Greek
κονοστάσι — το εικονοστάσι … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek